- πικρᾷ
- πικράζωtaste bitterfut ind mid 2nd sg (epic)πικράζωtaste bitterfut ind act 3rd sg (epic)πικρόςpointedfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίκρα — πίκρᾱ , πίκρα antidote fem nom/voc/acc dual πίκρᾱ , πίκρα antidote fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκρα — πίκρα, η και πικράδα, η 1. πικρή γεύση, πικρίλα: Τα ραδίκια έχουν μια ελαφριά πίκρα. 2. μτφ., λύπη, οδύνη, αλλιώς πικρία: Όπου γραφτό τις πιο βαριές να δοκιμάσω πίκρες (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικρά — πικράς fem voc sg πικρός pointed neut nom/voc/acc pl πικρά̱ , πικρός pointed fem nom/voc/acc dual πικρά̱ , πικρός pointed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκρα — η, Ν·1.η ιδιότητα τού πικρού, η πικράδα («η πίκρα τού κινίνου») 2. η πικρία, η βαθιά λύπη («οπού το χαϊδανάστησα με πίκρες και με βάσανα», δημ. τραγούδι) 3. το φυτό κιχώριο, αλλ. πικράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. πικραίνω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
πικρά — επίρρ. βλ. πικρός … Dictionary of Greek
πίκρας — πίκρᾱς , πίκρα antidote fem acc pl πίκρᾱς , πίκρα antidote fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρᾶι — πικρᾷ , πικράζω taste bitter fut ind mid 2nd sg (epic) πικρᾷ , πικράζω taste bitter fut ind act 3rd sg (epic) πικρᾷ , πικρός pointed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικράων — πικρά̱ων , πίκρα antidote fem gen pl (epic aeolic) πικρά̱ων , πικρός pointed masc/fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίκραν — πίκρᾱν , πίκρα antidote fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πικρᾶς — πικρᾶ̱ς , πικράζω taste bitter fut ind act 2nd sg (doric) πικρός pointed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)